- εκσαλασσω
- ἐκσαλάσσωἐκ-σᾰλάσσωпотрясать
(ὅλην φαντασίαν θάμβεϊ Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὅλην φαντασίαν θάμβεϊ Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εκσαλάσσω — ἐκσαλάσσω (Α) μετακινώ, κλονίζω δυνατά και βίαια, τινάζω … Dictionary of Greek
ἐξεσάλαξας — ἐκσαλάσσω shake violently aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεσάλαξεν — ἐκσαλάσσω shake violently aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)